Κενυάτης

Κενυάτης
ο, θηλ. Κενυάτισσα [Κένυα]
αυτός που κατάγεται από την Κένυα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κενυάτα, Γιόμο — Κενυάτης πολιτικός. Βλ. λ. Κενιάτα, Γιόμο …   Dictionary of Greek

  • Κενιάτα, Γιόμο — )(Jomo Κenyatta, Γκατούντου, Κένυα 1893 – 1978). Κενυάτης πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός (1963 64) και στη συνέχεια πρώτος πρόεδρος της Κένυα (1964 78). Καταγόταν από αγροτική οικογένεια της φυλής των Κικούγιου. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”